- μελλητικῶς
- μελλητικόςinclined to delayadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελλητικός — μελλητικός, ή, όν (Α) [μελλητής] 1. αυτός που έχει τάση να καθυστερεί, βραδύς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελλητικόν καρτερία, υπομονή. επίρρ... μελλητικῶς (Α) 1. με ενδοιασμό, με δισταγμό 2. στο μέλλον … Dictionary of Greek